- δυσμετάτρεπτος
- δυσμετά-τρεπτος, ον, = foreg., Eust.1461.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσμετάτρεπτος — δυσμετάτρεπτος, ον (Μ) αυτός που δύσκολα μετατρέπεται … Dictionary of Greek
δυσμετάτρεπτον — δυσμετάτρεπτος masc/fem acc sg δυσμετάτρεπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)